σαπωνοποίηση

σαπωνοποίηση
Χημική αντίδραση κατά την οποία τα λίπη διασπούνται στα συστατικά τους, με την παρουσία αλκαλικών βάσεων, που έχουν προστεθεί σε μεγαλύτερη ποσότητα από όση θεωρητικά απαιτείται. Αν ένα λίπος θερμανθεί με διάλυμα καυστικής σόδας, παράγονται γλυκερίνη και αλκαλικά άλατα των λιπαρών οξέων, τα οποία αποτελούν το μόριο του λίπους. Τα άλατα αυτά είναι οι σάπωνες. Κατά γενική έννοια σαπωνοποίηση συντελείται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας εστέρας αντιδρά με μία αλκαλική βάση. Όταν πραγματοποιείται σε ρεύμα υδρατμού ονομάζεται υδρόλυση. Τα προϊόντα που προκύπτουν είναι γλυκερίνη και λιπαρά οξέα.
* * *
η, Ν
1. χημ. διαδικασία υδρόλυσης τών εστέρων τών λιπαρών οξέων, όπως είναι κυρίως τα λίπη και τα έλαια, σε αλκαλικό περιβάλλον και σχηματισμού αλκοολών και αλάτων τους, δηλαδή σαπώνων
2. φρ. «δείκτης σαπωνοποίησης»
(χημ. τεχνολ.) η ποσότητα εστέρων, ανυδριτών και άλλων σαπωνοποιήσιμων λιπαρών ουσιών που περιέχονται σε ένα λιπαντικό υλικό, η οποία εκφράζεται σε χιλιοστόγραμμα υδροξειδίου τού καλίου που απορροφώνται από 1 γραμμάριο λιπαντικής ουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι / σάπων + -ποίηση (< -ποιώ*). Η λ., στον λόγιο τ. σαπωνοποίησις, μαρτυρείται από το 1787 στον Γ. Ζαβίρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαπωνοποίηση — η μετατροπή σε σαπούνι κάποιας ουσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… …   Dictionary of Greek

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • γλυκερίνη — Αλειφατική οργανική ένωση, του τύπου CH2OH CHOH CH2OH (επιστημονική ονομασία: 1,2,3 προπανοτριόλη), που ανήκει στην ομάδα των πολυσθενών αλκοολών. Η γ. είναι ευρύτατα διαδεδομένη στη φύση ως συστατικό μόριο, σε όλα τα ζωικά και φυτικά λίπη. Την… …   Dictionary of Greek

  • σαπουνοποίηση — η, Ν βλ. σαπωνοποίηση …   Dictionary of Greek

  • σαπωνοποιήσιμος — η, ο, Ν αυτός που μπορεί μετά από ειδική κατεργασία να σαπωνοποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπωνοποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • καπρυλικό οξύ — Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο… …   Dictionary of Greek

  • κοκκέλαιο ή κοκκόλιπος — Η λιπαρή ύλη που λαμβάνεται από τους πυρήνες των καρπών του κοκκοφοίνικα (ινδική καρύδα). Για την εξαγωγή του κ. οι πυρήνες αυτοί, που ονομάζονται και κόπρα, υποβάλλονται σε έκθλιψη. Η διαδικασία τελείται είτε στη χώρα παραγωγής της κόπρας είτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”